ἐπιορκία

ἐπιορκία
ἐπιορκ-ία, ,
A false swearing, perjury, X.An.3.2.4, etc.;

ἐ. οἴκαδ' εἰσενέγκασθαι D.19.220

: pl., Pl.Grg.525a;

πρὸς θεούς X.An.2.5.21

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιορκία — ἐπιορκίᾱ , ἐπιορκία false swearing fem nom/voc/acc dual ἐπιορκίᾱ , ἐπιορκία false swearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκίᾳ — ἐπιορκίαι , ἐπιορκία false swearing fem nom/voc pl ἐπιορκίᾱͅ , ἐπιορκία false swearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιορκία — η (AM ἐπιορκία) [επίορκος] ψεύτικος όρκος, καταπάτηση όρκου, αθέτηση ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», Ξεν.) νεοελλ. (ποιν. δίκ.) η εκούσια αθέτηση υπόσχεσης που δόθηκε για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • επιορκία — η η καταπάτηση όρκου που δόθηκε, αθέτηση υποσχέσεων που δόθηκαν με όρκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιορκίας — ἐπιορκίᾱς , ἐπιορκία false swearing fem acc pl ἐπιορκίᾱς , ἐπιορκία false swearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκίαι — ἐπιορκία false swearing fem nom/voc pl ἐπιορκίᾱͅ , ἐπιορκία false swearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκίαν — ἐπιορκίᾱν , ἐπιορκία false swearing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκιῶν — ἐπιορκία false swearing fem gen pl ἐπιορκίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκίαις — ἐπιορκία false swearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκίης — ἐπιορκία false swearing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκίῃ — ἐπιορκία false swearing fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”